- κολπατζής
- ο, θηλ. κολπατζούαυτός που ξέρει και κάνει διάφορα κόλπα, τεχνάσματα, για να σαγηνεύσει ή να εξαπατήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπο + κατάλ. -ατζής (< τουρκ. κατάλ. -ci), πρβλ. μπετ-ατζής, φορτηγ-ατζής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολπατζής — ο θηλ. ού αυτός που ξέρει ή κάνει κόλπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολπαδόρος, -α, -ικο — κολπατζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολπαδόρος — ο κολπατζής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπο + δόρος (< βεν. κατάλ. dore), πρβλ. σαλτα δόρος, τρακαδόρος] … Dictionary of Greek
κολπατζίδικος — η, ο [κολπατζής] αυτός που αναφέρεται στον κολπατζή … Dictionary of Greek